- κεροειδής
- κεροειδής, -ές (Α)αυτός που έχει σχήμα κέρατος, αυτός που είναι όμοιος με κέρατο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -ειδής (< εἶδος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεροειδέα — κεροειδής horn shaped neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κεροειδής horn shaped masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek